- κιβώτιο
- το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν)μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί, κάσα, κασόνι, κασέλα, μπαούλονεοελλ.φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο ακροδεκτών» — κιβώτιο στο οποίο καταλήγουν τα καλώδια μιας εσωτερικής ηλεκτρικής εγκατάστασηςβ) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο αντιστάσεων» — σύνολο αγωγών οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πρότυπη και κατά προτίμηση ανεξάρτητη τής θερμοκρασίας ηλεκτρική αντίστασηγ) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο διακλάδωσης» — εξαρτήματα τών υπόγειων καλωδίων στις εξωτερικές ηλεκτρικές εγκαταστάσεις τα οποία αποτελούνται από δύο χυτοσίδηρο κελύφηδ) (αυτοκ.) «κιβώτιο ταχυτήτων» — διάταξη αλλαγής τής ταχύτητας τού αυτοκινήτουμσν.λειψανοθήκηαρχ.1. κληρωτίδα2. ψηφοδόχος, κάλπη3. σκεύος όπου έριχναν τα χρήματα τής ελεημοσύνης για τους φτωχούς4. κιβωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + υποκορ. κατάλ. -ιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κιβωτιοποιείο, κιβωτιοποιία, κιβωτιοποιός, κιβωτιόσχημος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αεροκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, λιποκιβώτιο, ξυλοκιβώτιο, σιδηροκιβώτιο, χρηματοκιβώτιο].
Dictionary of Greek. 2013.